- φερόμβρον
- φερ-όμβρον, τό,A = σίκυς ἄγριος, Ps.-Dsc.4.150; = πέπλιον, ib. 168.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερόμβρον — τὸ, ΜΑ 1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό σίκυος ο άγριος, η πικραγγουριά 2. είδος τού φυτού ευφόρβια. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < φέρω + ὄμβρος] … Dictionary of Greek